φιλογελοιαστής

φιλογελοιαστής
ὁ, Α
αυτός που τού αρέσουν οι γελωτοποιοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + γελοιαστής «γελωτοποιός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”